κρεουργώ

κρεουργώ
(AM κρεουργῶ, -έω) [κρεουργός]
1. κόβω το κρέας σε κομμάτια («μετὰ δὲ ῥεύσας ὄϊν τὰ μὲν ἄλλα κρεουργέει τε καὶ εὐωχέεται», Λουκιαν.)
2. κομματιάζω σάρκες, κατακρεουργώ, ξεσκίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακρεουργώ — (AM κατακρεουργῶ, έω, ιων. τ. κατακρεοργέω) φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῡτο ἀντεῑχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.) νεοελλ. (σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο) εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια,… …   Dictionary of Greek

  • κρεοκοπώ — κρεοκοπῶ, έω (Α) [κρεοκόπος] κόβω σε κομμάτια, κρεουργώ …   Dictionary of Greek

  • κρεουργία — η (Α κρεουργία) [κρεουργώ] κόψιμο κρέατος σε τεμάχια νεοελλ. ανηλεής σφαγή ανθρώπων …   Dictionary of Greek

  • κρεούργηση — η 1. τεμάχισμα τού κρέατος 2. ανηλεής σφαγή ανθρώπων, μακελειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κρεούργησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μαγειρεύω — και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) [μάγειρος] παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”